- ρυστικός
- -ή, -όν, Α [ῥύστης]αυτός που διασώζει, που λυτρώνει, προστατευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυστικούς — ῥυστικός protective masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυστικῆς — ῥυστικός protective fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυστική — ῥυστικός protective fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)